- οἰομένω
- οἴομαιforebodepres part mp masc/neut nom/voc/acc dualοἴομαιforebodepres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀιομένῳ — ὀϊομένῳ , οἴομαι forebode pres part mp masc/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰομένῳ — οἴομαι forebode pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰομένωι — οἰομένῳ , οἴομαι forebode pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek